- τειχίζομαι
- τειχίζομαι, τειχίστηκα, τειχισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τειχίζομαι — τειχίζω build a wall pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίζω — ΝΜΑ [τεῑχος] 1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ. β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.) 2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ. γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ… … Dictionary of Greek